- παγγενέτης
- παγγενέτης, ὁ, θηλ. παγγενέτειρα και παγγενήτειρα (Α)ο γενέτης όλων, ο δημιουργός πάντων («Ζεύς παγγενέτης», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + γενέτης, με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγγενέτην — παγγενέτης father of all masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγγένεση — και παγγενεσία, η [παγγενέτης] βιολ. θεωρία που διατυπώθηκε από τον Δαρβίνο το 1868 σχετικά με την κληρονομικότητα και την ανάπτυξη και σύμφωνα με την οποία τα σωματικά κύτταρα τού οργανισμού παράγουν, το καθένα από ένα, μικρά αποβλαστήματα, τους … Dictionary of Greek
παγγενέτωρ — πογγενέτωρ, ορος, ὁ (Α) παγγενέτης* («Ήλιος παγγενέτωρ», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενέτωρ, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παγγενέταο — παγγενέτᾱο , παγγενέτης father of all masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)